29 Οκτωβρίου 2014

Η Αποκριά - Μίλτος Σαχτούρης

Μίλτος Σαχτούρης
Χαρακτηριστικά της ποιητικής του γραφής


Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21, Γεωργίου Σαχτούρη. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης, ένα διήγημα στο εβδομαδιαίο περιοδικό 3. Το 1941 ολοκλήρωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η Μουσική των νησιών μου. Ακολούθησε η δοκιμασία του από τη φυματίωση που τον ταλαιπώρησε ως το 1945. Ο θάνατος της μητέρας του Αγγελικής το 1955 αποτέλεσε ορόσημο στη ζωή του, όπως ανέφερε και ο ίδιος: «Αφού πέθανε κι η μητέρα μου, άρχισα σιγά-σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από πολλά. Σιγά - σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα».
Το 1987 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή Εκτοπλάσματα. Το 1995 παρασημοφορήθηκε μαζί με άλλους 24 ποιητές και καλλιτέχνες σε ειδική τελετή που διοργανώθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέθανε τον Μάρτιο του 2005.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Με το πρόσωπο στον Τοίχο (1952), Όταν σας μιλώ (1956), Τα Φάσματα ή η Χαρά στον άλλο Δρόμο (1958), Ο Περίπατος (1960), Τα Στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη (1964), Το Σκεύος (1971), Χρωμοτραύματα (1980). Όλες οι παραπάνω συλλογές, εκτός από την τελευταία, έχουν περιληφθεί στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1945-1971) που εκδόθηκε το 1977. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Καταβύθιση (1990), Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998) και Ποιήματα 1980-1998 (2002).
Ο Μ. Σαχτούρης αξιοποιεί στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό, τον εικονισμό, τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο. Το παράλογο στοιχείο, η απλή γλώσσα, η ποιητική σκηνοθεσία και η εικονοποιΐα είναι στοιχεία της ποιητικής του. Η ιστορία ως βίωμα είναι παρούσα τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στην ιδεοπλαστική εικόνα. Η ποιητική του γλώσσα είναι απλή, καθημερινή.
H συμπύκνωση των όρων της παρομοίωσης και η αξιοποίηση της μεταφοράς συγκροτούν ένα νέο ποιητικό τοπίο σύντηξης του πραγματικού και ποιητικού, στο οποίο εμπλέκεται ο αναγνώστης και το προσλαμβάνει ως ενιαίο χώρο. Το ποιητικό του τοπίο είναι μοναχικό, γεμάτο φόβο, το περιβάλλον στενό, έτσι όπως ήταν και η ζωή του ποιητή: «κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά». Ο ποιητής μεταθέτει την εμπειρία του σ’ έναν άλλο κόσμο υπερπραγματικό, εκεί όπου συντελείται το παράλογο ως σχίσμα της ζωής και της δημιουργίας του, εκεί όπου και ο έρωτας γίνεται θάνατος.
Χαρακτηριστικά της γραφής του
1.        αντιλυρική ποιητική γραφή
2.        τριμερής αρχιτεκτονική δόμηση των ποιημάτων του: Μια ιστορία, μια σκηνική διάρθρωση, μια ιδεοπλαστκή εικόνα
3.        κυριαρχεί το παράλογο, για τη φύση του οποίου έχουν διατυπωθεί πολλές σκέψεις. Ο ποιητής δεν το χρησιμοποιεί εναντίον κάθε μορφής λογικής ηθικής και κοινωνικής τάξης˙ απλώς το εμπλέκει με την αλήθεια σε ένα παράδοξο σχήμα
4.        ύφος: απλό, λιτό, δημοτική γλώσσα
5.        στιιχουργία: ανισοσύλλαβοι, ανομοιοκατάληκτοι, χωρίς μέτρο στίχοι, πεζολογικό ύφος

Τα δομικά στοιχεία του ποιήματος

1. μια ιστορία- «μήνυμα» Σε κάθε ποίημά του υπάρχει μια μοναδική ιστορία. Βλέπεις την κίνησή της πίσω από τον καμβά του θέματος, να δίνει σχήμα σ’ ένα μήνυμα. Ο καμβάς περιορίζεται σε τρία-τέσσερα επεισόδια. και αυτά είναι τα ορόσημά της. Η ιστορία, που περνά σαν μια ιδέα ανάμεσά τους, είναι μονοσήμαντη και ο στόχος της ευθύγραμμος
2. η «σκηνική» διάρθρωση Η τεχνική του διάρθρωση είναι «σκηνική» […], δεν είναι λ.χ. εξομολογητική, δεν είναι περιγραφική. […] το ποίημά του απαρτίζεται από διαδοχικές σκηνές, η καθεμιά τους ευδιάκριτη από την άλλη. Είναι μια ακολουθία «λήψεων», που δείχνει και την ιστορία του σαν μια υπόθεση εν κινήσει. Δεν λείπει παρά το μοντάρισμά τους από τον ποιητή. συχνά, εκ των ενόντων, σαν να αφήνεται η υπόλοιπη «εμφάνιση» στον αναγνώστη. […] Μια τεχνική που γενικά θυμίζει ή επιδέχεται κινηματογραφική γραφή και προβολή. Και όπου μάλιστα […] προτιμώνται πάντα τα γκρο πλάνα: τα φυσικά ή τεχνικά ντεκόρ - η φύση ή η πόλη και η τεχνολογία της- δεν φαίνονται, αλλά επικαλύπτονται απάνω ως κάτω από τα πρόσωπα ή τα πράγματα της ιστορίας.
3. η «ιδεοπλαστική» εικόνα[…] μέσ’ από τα διαδοχικά γκρο πλάνα των σκηνών, ή λέγονται ή παίζονται, όχι γεγονότα, αλλά βαθύτερα μηνύματα. Με την εικόνα πάντα σαν φορέα της σκηνής και του μηνύματος.
Κυρίαρχη τεκτονική μονάδα του είναι η εικόνα. Αυτή είναι ο εκφραστικός του Άτλαντας. Στους ώμους της υποβαστάζει την (οικο)δομή και του ποιήματος και της ποιητικής του. Υποβαστάζει τα δυο άκρα: την ιδέα και ταυτόχρονα την έκφρασή της. Δεν είναι μια ιδέα εικονοποιημένη. Ούτε και αντίστροφα μια εικόνα - παρομοίωση ή αλληγορία. Η εικόνα του Σαχτούρη είναι καθαρή και αυτόνομη. Καθαρή, γιατί πηγάζει ολόκληρη και χτίζεται από τις αισθήσεις. Και αυτόνομη, γιατί δεν διαρρέει για να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες του πνεύματος. Δεν «φιλοσοφεί» και δεν «διακηρύσσει» παρότι «παραστατική» μπορεί να παραπέμπει ευθύτερα στη νοητή της ενδοχώρα, την ιδέα. Παρότι υλική, γίνεται ο κομιστής ενός μηνύματος, μπορεί και συναιρεί την ιστορία -μήνυμα, γιατί η ίδια, ως περιγραφή, είναι συμπύκνωση μιας ιστορίας και, ως στοχασμός, είναι ένα μήνυμα εν παραστάσει. Μπορεί να αναπληρώνει και τη σκηνική διάρθρωση, αφού κάθε σκηνή ταυτίζεται με μιαν εικόνα και αφού το κάθε ποίημά του είναι ένα μοντάζ από εικόνες.

Στοιχεία υπερρεαλισμού στο ποίημα: συγχέεται το όνειρο με την πραγματικότητα και δημιουργούνται συνειρμοί, δεν υπάρχει λογική σύνδεση των νοημάτων, η ελεύθερη  μορφή του ποιήματος (στιχουργική σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά τα νεότερης ποίησης, απουσία σημείων στίξης, ασύμμετρες στροφές, ανομοιοκατάληκτοι στίχοι), μεταφορική χρήση λέξεων, σύμβολα, λεκτικά σύνολα ασύμβατα μεταξύ τους.


Τίτλος: ¨Ένα έναρθρο ουσιαστικό που ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του ποιήματος. Η Αποκριά εδώ είναι η πιο σκληρή περίοδος της νεότερης ιστορίας μας. Αυτή τη δύσκολη εποχή ο ποιητής την καλύπτει, τη μεταμφιέζει για να μη φαίνεται και τον πληγώνει. Κάνει όμως και πιο φανερή την τραγική εποχή που τον περιβάλλει. Μια μεταμφίεση αποτελεί κρυφή επιθυμία του μεταμφιεζομένου. Άρα η ίδια η πραγματικότητα θέλει να μεταμφιεστεί. Ο ποιητής μεταμφιέζοντάς την δείχνει τα πραγματικό της πρόσωπο.
«Ο τίτλος είναι κυριολεκτικά και φαινομενικά ουδέτερος. Και μόνον ύστερα από το διάβασμα όλου του ποιήματος μας δείχνει και τη μεταφορική του σημασία. Μας δείχνει τη διπλή διάσταση του θέματος, που είναι: η πραγματική «αποκριά», αλλά και η «μαγική» αποκριά. Διπλή διάσταση, γιατί παρουσιάζεται η γνωστή γιορτή ως εμπειρία κοσμική με την περιγραφή ενός εθίμου, αλλά και εξωκοσμική γιατί πίσω από τις μάσκες και τη μεταμφίεση, που εδώ απλώς εξυπακούονται, μας δίνεται εξίσου ρεαλιστικά το νόημα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου. Παρουσιάζεται ως γεγονός πολύ κοντά μας, αλλά και ως φαντασία μακριά μας […].
Ο χώρος, όπου στήνεται η σκηνογραφία, απλώνεται σε δύο περιοχές. Αντίστοιχα ορίζονται και οι δύο αφηγηματικές ενότητες του θέματος: η πρώτη εκτείνεται σε ένα διάστημα ορίων μεταξύ μιας συνοικίας αστικής και του ουρανού (στ. 1-13) και η δεύτερη, αντιστρόφως, μεταξύ ουρανού και γης (και θάλασσας, στ. 14-19). Η πρώτη είναι αυτή που συγκρατεί το βάρος της αφήγησης, ενώ η δεύτερη είναι το συμπλήρωμά της: η μυθιστορηματική, θα λέγαμε, προέκταση του θέματος.

Εικόνες : δες ποίημα (6 συνολικά) «Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνεται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έχει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις αλλά σε παραστάσεις. Από την πλευρά της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότερο ρητορικός απ’ όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές».
«Δύο είναι οι πραγματικότητες, ανάμεσα στις οποίες κυμαίνεται το ποίημα:
α) Η αληθινή αποκριά: τα συστατικά της διαφαίνονται στο ποίημα: Το γαϊδουράκι, που γυρίζει στους δρόμους, τα παιδιά με τους χαρταετούς, ο χαρτοπόλεμος. Σ’ αυτά τα αντικειμενικά συστατικά της αποκριάς (της πραγματικότητας) μπορούν να προστεθούν οι εικόνες της γυναίκας, των στρατιωτών και του φεγγαριού, που, βέβαια, δεν εντάσσονται μέσα στο συνηθισμένο σκηνικό πλαίσιο της αποκριάς, αλλά είναι στοιχεία της πραγματικότητας κι όχι ποιητικά είδωλα, έχουν αφετηρία τις εμπειρίες του ποιητή. β) Το ποιητικό είδωλο της αποκριάς: Διαμορφώνεται με την προσθήκη ορισμένων λέξεων ή φράσεων με βάση τις εικόνες της πραγματικής αποκριάς (ή απλώς: της πραγματικότητας). έτσι έχουμε: το γαϊδουράκι που γυρίζει στους έρημους δρόμους, όπου δεν ανάπνεε κανείς (εικόνα 1η, στ. 2-3). πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό/ κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους/ που τους είχαν ξεχάσει (εικόνα 2η, στ. 5-7. Εδώ η μόνη λέξη που αντιστοιχεί στην πραγματική αποκριά είναι οι αετοί). γυάλινος χαρτοπόλεμος/ μάτωνε τις καρδιές (εικόνα 3η, στ. 8-9). μια γυναίκα γονατισμένη/ ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή (εικόνα 4η, στ. 10-11). μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο/ εν-δυο με παγωμένα δόντια (εικόνα 5η, στ. 12-13). Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι/ αποκριάτικο/ γεμάτο μίσος/ το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα/ μαχαιρωμένο (εικόνα 6η, στ. 14-18).
Η ιστορία του ποιήματος είναι μια και διαρθρώνεται σε έξι διαδοχικές εικόνες […] που κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, της πραγματικής αποκριάς και του ποιητικού της ειδώλου, και σημασιοδοτούν συνεχώς το μήνυμα του ποιήματος. Στις εικόνες αυτές κυριαρχεί η ερημιά, η ανυπαρξία ζωής, ο πόνος, ο θάνατος, το μίσος».

Σχήμα  κύκλου: υποβάλλει τις επιθυμίες του ποιητή. Η ποίησή του είναι επηρεασμένη από τις μισαλλόδοξες σκηνές βίας που κυριάρχησαν στον τόπο τη δεκαετία του ’40. Στο ποίημά του παρουσιάζει την εικόνα μιας σφαγμένης αθωότητας. Τα μαχαίρια, το αίμα και τα άλλα αιχμηρά αντικείμενα (γυάλινος χαρτοπόλεμος), έρχονται και επανέρχονται στα ποιητικά του τοπία. Μια φαινομενικά χαρούμενη γιορτή στην ποίηση του Σαχτούρη γίνεται εφιάλτης όχι από κάποια ψυχική παθογένεια, αλλά γιατί έτσι ΕΙΝΑΙ η πραγματικότητα. Με την επανάληψη λοιπόν του 1ου στίχου και στο τέλος ο ποιητής ξορκίζει αυτή την πραγματικότητα και μένει με την απραγματοποίητη ευχή του, η οποία εκφράζεται ανοίγοντας και κλείνοντας την ιστορία του.

οι δύο αφηγηματικές ενότητες του θέματος: η πρώτη εκτείνεται σε ένα διάστημα ορίων μεταξύ μιας συνοικίας αστικής και του ουρανού (στ. 1-13) και η δεύτερη, αντιστρόφως, μεταξύ ουρανού και γης (και θάλασσας, στ. 14-19). Η πρώτη είναι αυτή που συγκρατεί το βάρος της αφήγησης, ενώ η δεύτερη είναι το συμπλήρωμά της: η μυθιστορηματική, θα λέγαμε, προέκταση του θέματος. Το διάκενο χωρίζει τις δύο αυτές θεματικές ενότητες.

Αφήγηση: ανοίγει με μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω (από τη γη προς την περιοχή του ουρανού, στ.2-5) και κλείνει με μια κίνηση αντίστροφη από πάνω προς τα κάτω (από την περιοχή του ουρανού στη γη, στ.14-18). Μια κίνηση λοιπόν εναντιόδρομη, και συνδηλώνεται ρητά και άμεσα μ’ ένα από τα κεντρικά επεισόδια του μύθου: πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει και εξυπακούεται έμμεσα και στην επόμενη εικόνα: «μια γυναίκα γονατισμένη» (και αρά ζωντανή, εδώ στη γη), αλλά που «ανέστρεφε τα μάτια της σα νεκρή» (και άρα ασάλευτη, προσβλέποντας εκεί προς την περιοχή του ουρανού). Μια κίνηση, εσωτερικά, στο σώμα της αφήγησης, αμφίδρομη, που καταλήγει κυκλική. Και με την επανάληψη του πρώτου ως τελευταίου στίχου επισφραγίζεται και εξωτερικά από τον ποιητή μια τεχνική πανάρχαια: η κύκλια σύνθεση».



Περνώντας από τη σκηνογραφία στη σκηνοθεσία, δηλαδή από τη διάσταση του χώρου στη διάσταση του χρόνου και της δράσης, βλέπομε ν’ αναπτύσσεται, κατά τα προηγούμενα, μία αποκριά: α) επίκαιρα και ιστορικά προσδιορισμένη και β) αχρονική: πλασματική και μυθοποιημένη. Επίκαιρα, καθώς το δείχνει η ακριβής και γνώριμη από τους παλαιούς ειρηνικούς καιρούς περιγραφή της. […] Αλλά και ιστορικά σημασιοδοτημένη, καθώς προεικονίζεται με τις αναφορές «πεθαμένα παιδιά» (στ.5), «μάτωνε τις καρδιές» (στ.9), «μια γυναίκα σα νεκρή» (στ.10-11), προπαντός με τη ρητή κατάληξη όλης της ενότητας (στ.12-13). […] Είναι λοιπόν και μία, σφραγισμένη από τις μνήμες του Εμφυλίου (ίσως και της Κατοχής), πολεμική αποκριά. Και μολαταύτα είναι μεταποιημένη. είναι, δηλαδή πλασματική και μυθοποιημένη. Βλέπομε να συμβαίνει «σ’ εν’ άλλο κόσμο» (στ.1, 20), βλέπομε τα παιδιά ν’ ανεβοκατεβαίνουν «στον ουρανό» (στ.5-6), βλέπομε το φεγγάρι να το δένουν και να το πετούν «μαχαιρωμένο στη θάλασσα» (στ.17-18). Μάλιστα επισημαίνω εδώ και δύο διακριτικά γνωρίσματα κοινά: πως και τα δύο αφηγηματικά πεδία ανακόπτονται στο τέλος βίαια. Το γεγονός, που θα χρησίμευε ως αφορμή και έχει ως θέμα της η κύρια αφήγηση, το τερματίζει βίαια ο πόλεμος με τις φάλαγγες των στρατιωτών (στ.12-13), και τη μυθιστορηματική προέκταση του, που επινόησε και ενσωμάτωσε στο γεγονός ο ποιητής, την τερματίζει επίσης βίαια η σκηνή των δολοφόνων του φεγγαριού (στ.17-18).


29 Απριλίου 2014

Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §18-23 ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §18-23

Κείμενο 

 [18] Ταῦτα δ’ εἰπὼν                                                           Αφού είπε αυτά
καὶ μεταστραφεὶς                                                   κι έστρεψε το πρόσωπό του
πρὸς τοὺς ἐναντίους,                                                 προς το μέρος των εχθρών,
 ἡσυχίαν εἶχε•                                                                                      περίμενε•
καὶ γὰρ ὁ μάντις παρήγγελλεν αὐτοῖς  γιατί και ο μάντης τους συμβούλευε
μὴ ἐπιτίθεσθαι πρότερον,                        να μην κάνουν επίθεση πρωτύτερα
πρὶν [ἂν] τῶν σφετέρων                      παρά όταν κάποιος από τους δικούς τους
ἢ πέσοι τις ἢ τρωθείη πρότερον •                     ή σκοτωθεί ή τραυματιστεί•
 «ἐπειδὰν μέντοι τοῦτο γένηται,                      όταν, λοιπόν, γίνει αυτό,
ἡγησόμεθα  μέν ἡμεῖς,», ἔφη,                         εγώ θα προχωρήσω μπροστά», είπε,
«δ’ ὑμῖν ἑπομένοις νίκη ἔσται,                  κι εσείς ακολουθώντας με θα νικήσετε,
ἐμοὶ μέντοι θάνατος,                                        εγώ όμως θα σκοτωθώ,
ὥς γέ μοι δοκεῖ».                                               Όπως τουλάχιστο προαισθάνομαι».
[19] Καὶ οὐκ ἐψεύσατο,                                    Και δε διαψεύσθηκε (ο μάντης),
ἀλλ’ ἐπεὶ ἀνέλαβον τὰ ὅπλα,                      αλλά μόλις πήραν τα όπλα,
 αὐτὸς μὲν πρῶτος ἐκπηδήσας                  και αυτός, αφού πρώτος πήδηξε
                                                                                 ορμητικά προς τα  μπρος
 ὥσπερ ὑπὸ μοίρας τινὸς ἀγόμενος            σα να σπρωχνόταν από κάποια μοίρα,
ἐμπεσὼντοῖς πολεμίοις                                          αφού έπεσε πάνω στους εχθρούς
ἀποθνῄσκει, καὶ τέθαπται                                       σκοτώνεται, και έχει ταφεί
ἐν τῇ διαβάσει τοῦ Κηφισοῦ•                                 στο πέρασμα του Κηφισού.
οἱ δ’ ἄλλοι ἐνίκων                                        οι άλλοι όμως νικούσαν (τους εχθρούς)
καὶ κατεδίωξαν μέχρι τοῦ ὁμαλοῦ.           και  (τους) καταδίωξαν ως το ίσιωμα
Ἀπέθανον  δ’ ἐνταῦθα                                                                  Και σκοτώθηκαν εδώ
τῶν μὲν τριάκοντα Κριτίας τε                                 από τους Τριάκοντα ο Κριτίας
καὶ Ἱππόμαχος,                                                               και ο Ιππόμαχος,
τῶν δὲ ἐν Πειραιεῖ δέκα ἀρχόντων     και από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά
Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος,                              ο Χαρμίδης ο γιος του Γλαύκωνα,
τῶν δ’ ἄλλων περὶ ἑβδομήκοντα.     και από τους υπόλοιπους περίπου  70.
Καὶ τὰ μὲν ὅπλα ἔλαβον,                         Και πήραν βέβαια τα όπλα (των εχθρών)
οὐδενὸς τῶν πολιτῶν                     όμως κανένα από τους  (σκοτωμένους) πολίτες
τοὺς δὲ χιτῶνας ἐσκύλευσαν.                     δεν απογύμνωσαν από  τους χιτώνες.               
Ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο                                                           Και όταν έγινε αυτό
καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπεδίδοσαν                       και απέδωσαν (οι εχθροί) τους νεκρούς
ὑποσπόνδους,                                                      ύστερα από ανακωχή,
προσιόντες ἀλλήλοις πολλοὶ                         πολλοί, πλησιάζοντας μεταξύ τους,
διελέγοντο.                                                                       Συζητούσαν.
 [20] Κλεόκριτος δὲ ὁ κῆρυξ                                         Και ο Κλεόκριτος ο κήρυκας
τῶν μυστῶν,                                                  των μυημένων στα Ελευσίνια μυστήρια,
μάλ’ εὔφωνος ὤν,                                                        επειδή είχε πολύ δυνατή φωνή,
 κατασιωπησάμενος ἔλεξεν•                    αφού επέβαλε σιωπή, είπε•
 «Ἄνδρες πολῖται, τί ἡμᾶς ἐξελαύνετε;   «Άνδρες πολίτες, γιατί μας εξορίζετε;
τί ἀποκτεῖναι βούλεσθε;                                  Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε;
Ἡμεῖς γὰρ ὑμᾶς ἐποιήσαμεν                       Γιατί, εμείς δε σας κάναμε
κακὸν μὲν οὐδὲν πώποτε,                            κανένα κακό ποτέ  μέχρι τώρα,
μετεσχήκαμεν δὲ ὑμῖν                                 όμως έχουμε πάρει μέρος μαζί σας
καὶ ἱερῶν τῶν σεμνοτάτων                           και στις πιο σεβαστές τελετές
καὶ θυσιῶν                                                                                  και στις θυσίες
καὶ ἑορτῶν τῶν καλλίστων,                          και στις πιο λαμπρές γιορτές,
καὶ γεγενήμεθα συγχορευταὶ                            κι έχουμε χορέψει μαζί σας
καὶ συμφοιτηταὶ                                                 κι έχουμε φοιτήσει στα ίδια σχολεία
καὶ συστρατιῶται,                                            κι έχουμε υπηρετήσει στο στρατό μαζί,
καὶ πολλὰ κεκινδυνεύκαμεν                        κι έχουμε περάσει πολλούς κινδύνους
μεθ’ ὑμῶν                                                                                                μαζί με σας
καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν                         και στη στεριά και στη θάλασσα
ὑπὲρ τῆς κοινῆς σωτηρίας τε                                            και για την κοινή σωτηρία
καὶ ἐλευθερίας ἀμφοτέρων ἡμῶν.                  και την ελευθερία και των δυο μας.
[21] Πρὸς θεῶν πατρῴων καὶ μητρῴων   Στο όνομα των θεών που προστατεύουν
                                                                      την οικογένεια του πατέρα και της μητέρας
καὶ συγγενείας                                          και στο όνομα της συγγένειας εξ αίματος
καὶ κηδεστίας                                                                                        και εξ αγχιστείας
καὶ ἑταιρίας,                                                                                           και της φιλίας,
πάντων γὰρ τούτων πολλοὶ                                      γιατί σε όλα αυτά πολλοί
κοινωνοῦμεν ἀλλήλοις,                              συμμετέχουμε ο ένας με τον άλλον,
αἰδούμενοι καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους       σεβόμενοι και θεούς και ανθρώπους
παύσασθε ἁμαρτάνοντες                                         σταματήστε να κάνετε κακό
εἰς τὴν πατρίδα,                                                                                   στην πατρίδα,
καὶ μὴ πείθεσθε                                                                        και να μην υπακούτε             
τοῖς ἀνοσιωτάτοις τριάκοντα,                στους πάρα πολύ ασεβείς τριάκοντα,
οἳ ἰδίων κερδέων ἕνεκα                             οι οποίοι για το ατομικό τους κέρδος
ἀπεκτόνασιν    ὀλίγου δεῖν                                         έχουν σκοτώσει σχεδόν
πλείους Ἀθηναίων ἐν ὀκτὼ μησὶν           περισσότερους Αθηναίους σε οχτώ μήνες
ἢ πάντες Πελοποννήσιοι                                         απ’ ό,τι όλοι οι Πελοποννήσιοι
δέκα ἔτη πολεμοῦντες.                                                   πολεμώντας  δέκα χρόνια.
[22] ἐξὸν δ’ ἡμῖν                                                                  Κι ενώ ήταν δυνατό σε μας
ἐν εἰρήνῃ πολιτεύεσθαι,                                    να ζούμε ως συμπολίτες ειρηνικά,
οὗτοι ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους παρέχουσιν             αυτοί προκάλεσαν μεταξύ μας
 τὸν πάντων αἴσχιστόν τε                                          απ’ όλους και τον πιο αισχρό
καὶ χαλεπώτατον καὶ ἀνοσιώτατον      και τον πιο φοβερό και τον πιο ασεβή
καὶ ἔχθιστον πόλεμον                                              και τον πιο μισητό πόλεμο
καὶ θεοῖς καὶ ἀνθρώποις.                      και στους θεούς και στους ανθρώπους.
Ἀλλ’ εὖ γε μέντοι ἐπίστασθε                       Αλλά,  βέβαια, γνωρίζετε καλά
ὅτι οὐ μόνον ὑμεῖς ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς                      ότι όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς
πολλὰ κατεδακρύσαμεν                                       χύσαμε πολλά δάκρυα
ἔστιν οὓς                                                                          για κάποιους
καὶ τῶν νῦν ἀποθανόντων                          απ’ αυτούς που τώρα σκοτώθηκαν
ὑφ’ ἡμῶν.                                                                                                       από μας.
Ὁ μὲν τοιαῦτα ἔλεγεν•                                    Αυτός τέτοια λόγια έλεγε•
οἱ δὲ λοιποὶ ἄρχοντες                               και οι υπόλοιποι άρχοντες (όσοι είχαν                               
                                                                                                                 απομείνει εκεί)
καὶ διὰ τὸ τοιαῦτα προσακούειν         και επειδή άκουγαν επίσης τέτοια λόγια
ἀπήγαγον εἰς τὸ ἄστυ                οδήγησαν ξανά στο άστυ(στην πόλη της Αθήνας)
τοὺς μεθ’ αὑτῶν.                                                     αυτούς που ήταν μαζί τους.
    
[23] Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα      Και την επόμενη μέρα οι Τριάκοντα
πάνυ δὴ ταπεινοὶ καὶ ἔρημοι                  πολύ ταπεινωμένοι και χωρίς οπαδούς
συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ•                       συγκεντρώνονταν στην αίθουσα των
                                                                                                                  συνεδριάσεων•  
 τῶν δὲ τρισχιλίων                                                          και από τους τρεις χιλιάδες
ὅπου ἕκαστοι τεταγμένοι ἦσαν,              όπου είχε τοποθετηθεί ο καθένας τους,
πανταχοῦ διεφέροντο                           σε όλα τα μέρη της πόλης διαφωνούσαν
πρὸς ἀλλήλους.                                                                                 μεταξύ τους.
ὅσοι μὲν γὰρ ἐπεποιήκεσάν                               Και όσοι βέβαια είχαν διαπράξει
τι βιαιότερον                                                              κάποιο σοβαρό αδίκημα
καὶ ἐφοβοῦντο,                                                           και φοβούνταν (γι’ αυτό),
ἐντόνως ἔλεγον                                                          με ένταση υποστήριζαν
ὡς οὐ χρείη καθυφίεσθαι                                ότι δε χρειάζεται να υποχωρήσουν
τοῖς ἐν Πειραιεῖ•                                              σε αυτούς που ήταν στον Πειραιά•
ὅσοι δὲ ἐπίστευον                                                                        όσοι όμως πίστευαν
μηδὲν ἠδικηκέναι,                                        ότι δεν είχαν διαπράξει καμιά αδικία,
αὐτοί τε ἀνελογίζοντο                                                  και οι ίδιοι σκέφτονταν
καὶ τοὺς ἄλλους ἐδίδασκον                                    και στους άλλους εξηγούσαν
ὡς οὐδὲν δέοιντο                                                    ότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη
τούτων τῶν κακῶν,                                                              γι’ αυτές τις συμφορές,
καὶ ἔφασαν οὐ(κ) χρῆναι                                     και έλεγαν ότι δεν πρέπει
πείθεσθαι τοῖς τριάκοντα                                       να υπακούουν στους Τριάκοντα
οὐδ’ ἐπιτρέπειν                                                       ούτε να επιτρέπουν (σε αυτούς)
ἀπολλύναι τὴν πόλιν.                                                 να καταστρέφουν την πόλη.
Καὶ τὸ τελευταῖον ἐψηφίσαντο                          Και στο τέλος πήραν την απόφαση
ἐκείνους μὲν καταπαῦσαι,                        να αφαιρέσουν την εξουσία από εκείνους
ἄλλους  δὲ ἑλέσθαι.                                                             και να εκλέξουν άλλους.
Καὶ εἵλοντο δέκα,                                                                     Πράγματι εξέλεξαν δέκα, ἕνα ἀπὸ φυλῆς.                                                                         έναν από κάθε φυλή.

 


 

Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §37-43 ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §37-43
Κείμενο 

 [37] Ἐπε μέντοι οτοιχοντο                                  Όταν λοιπόν, αυτί έφτασαν

ες Λακεδαίμονα,                                                                       στη Σπάρτη,

πεμπον δ                                                               έστελναν αντιπροσώπους

 κ το στεως                                                                               από την πόλη

κα ο π το κοινο                                  και οι αρμόδιοι του επίσημου κράτους

λέγοντας                                                                                       για να πουν

τι ατο μν παραδιδόασι                                ότι αυτοί βέβαια παραδίδουν

Λακεδαιμονίοις κα τ τείχη                    στους Σπαρτιάτες και τα τείχη

χουσι                                                                                    που κρατούν

κα σφς ατος                                                  και τους εαυτούς τους,

χρσθαι τι βούλονται•                            για να τους κάνουν ό,τι θέλουν•

δ’ ἔφασαν ξιον                                       έλεγαν επίσης ότι έχουν την αξίωση

κα τος ν Πειραιεῖ παραδιδόναι      και όσοι ήταν στον Πειραιά να παραδώσουν

τόν τε Πειραιᾶ κα τν Μουνιχίαν,     και τον Πειραιά και την (οχυρή) Μουνιχία,

εἰ φασν εναι                                                 αν ισχυρίζονται ότι είναι

φίλοι Λακεδαιμονίοις.                                         φίλοι με  τους Σπαρτιάτες.

 

 [38] Ἀκούσαντες δ πάντων ατν         Αφού άκουσαν όλους αυτούς

ο φοροι κα οἱἔκκλητοι,                        οι έφοροι και η μικρή  συνέλευση,

ξέπεμψαν πεντεκαίδεκα νδρας           έστειλαν  δεκαπέντε άνδρες

ες τς θήνας,                                                   στην Αθήνα,

καὶ πέταξαν διαλλάξαι                               και διέταξαν να συμφιλιώσουν

σν Παυσανίᾳ                                               υπό την επίβλεψη του Παυσανία

π δύναιντο κάλλιστα.                                    με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Οἱ δ διήλλαξαν                                         Αυτοί πράγματι τους συμφιλίωσαν

φ’ ᾧτε ερήνην μν χειν                                υπό τον όρο να ζουν ειρηνικά

ὡς πρὸς λλήλους,                                                                    μεταξύ τους,

πιέναι  δ π τ αυτν                                     να επιστρέψει στο σπίτι του

καστον πλν τν τριάκοντα                 ο καθένας εκτός από τους τριάκοντα

κα τν νδεκα                                                                                και τους ένδεκα

κα τν ν Πειραιε ρξάντων δέκα.        και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά.

Εἰ δέ τινες τν ξ στεως                                  Αν όμως κάποιοι από αυτούς που

                                                                                                   βρίσκονταν στην πόλη

φοβοντο,                                                                                     φοβούνταν,

δοξεν ατος κατοικεν                 αποφασίστηκε να εγκατασταθούν αυτοί

 Ἐλευσνα.                                                                                   στην Ελευσίνα.

 

 [39] Tούτων δὲ περανθέντων                              Αφού ολοκληρώθηκαν αυτά

Παυσανίας μὲν δικε τ στράτευμα,            ο Παυσανίας διέλυσε το στράτευμα,

οἱ δ’ ἐκ το Πειραις                                           ενώ όσοι βρίσκονταν στον Πειραιά

νελθόντες σν τος πλοις                                   αφού ανέβηκαν ένοπλοι

ες τν κρόπολιν                                                           στην ακρόπολη

θυσαν τ θηνᾷ.                                              προσέφεραν θυσία στην Αθηνά.

πε δ κατέβησαν                                                Και όταν κατέβηκαν

κκλησαν ποίησαν ο στρατηγοί,         συγκάλεσαν συνέλευση οι στρατηγοί,

νθα δ Θρασύβουλος λεξεν•                          στην οποία ο Θρασύβουλος είπε:

 

 [40] Ὑμν, ἔφη, συμβουλεύω ἐγ                 «Εσάς, είπε, συμβουλεύω εγώ

κ το στεως νδρες,                            άντρες της Αθήνας ολιγαρχικοί),

γνναι μς ατούς.                                  να γνωρίσετε τον εαυτό σας.

Μάλιστα δ’ ἂν γνοίητε,                        Και πολύ καλά θα (τον)  γνωρίζατε,

εἰ ναλογίσαισθε π τίνι                            αν σκεφτόσασταν για ποιο λόγο

μν μέγα φρονητέον στίν,               πρέπει  να σκέφτεστε  εσείς αλαζονικά

στε μν ρχειν πιχειρεν.         ώστε να επιχειρείτε να εξουσιάζετε εμάς.

Πότερον δικαιότεροί ἐστε;                          Για ποιο λόγο  είστε πιο δίκαιοι;

λλ’ ὁ μν δμος                                                            Αλλά οι δημοκρατικοί,

πενέστερος μν ν                              παρόλο που είναι πιο φτωχοί από εσάς,

οδν πώποτε μς δίκηκεν           σε τίποτε ποτέ μέχρι τώρα δεν σας αδίκησε

νεκα χρημάτων •                                                                 για χρήματα•

μες δ ντες πλουσιώτεροι         εσείς, όμως, παρόλο που είστε πιο πλούσιοι

πάντων                                                                                 απ’ όλους,

πολλ κα ασχρ πεποιήκατε                   πολλές και αισχρές πράξεις έχετε κάνει

νεκα κερδέων.                                                                      για το κέρδος.

πε δοδν μν προσήκει              Επειδή, όμως, εσείς καμιά δεν έχετε σχέση

δικαιοσύνης,                                                                             με τη δικαιοσύνη,

σκέψασθε εἰ ρα                                                                     εξετάστε αν άραγε

π’ ἀνδρεί μν μέγα φρονητέον•    πρέπει να καυχιέστε πολύ για την ανδρεία•

 

[41] καὶ τίς κρίσις τούτου                            και ποια κρίση γι’ αυτό (για την ανδρεία)

γένοιτο ν καλλίων                                    θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη

ς πολεμήσαμεν πρς λλήλους;        παρά το πώς πολεμήσαμε μεταξύ μας;

λλ φαίητ’ ἂν                                                Αλλά θα μπορούσατε να ισχυριστείτε

γνώμ προέχειν,                                                  ότι υπερέχετε στην ευφυΐα,

οἳ χοντες κα τεχος                                          οι οποίοι, αν κι έχετε και τείχος

κα πλα κα χρήματα                                            και όπλα και χρήματα

κα συμμάχους Πελοποννησίους             και συμμάχους Πελοποννησίους

περιελήλασθε                                                έχετε περικυκλωθεί και συλληφθεί

π τν οδν τούτων χόντων;        από αυτούς που δεν είχαν τίποτε από αυτά;

λλοεσθε δ εναι                                                 Αλλά νομίζετε μήπως ότι πρέπει

μέγα φρονητέον π Λακεδαιμονίοις;     να καυχιέστε πολύ για τους Σπαρτιάτες;

Πῶς, οἵγε                                            Πώς, όμως, (να καυχιέστε γι’ αυτούς), οι οποίοι,

σπερ τος δάκνοντας κύνας        όπως ακριβώς τους σκύλους που δαγκώνουν         

παραδιδόασιν                                                                            τους παραδίδουν,

κλοι δήσαντες,                                               αφού τους δέσουν με περιλαίμιο,

οὕτω κκενοι μς παραδόντες           έτσι κι εκείνοι αφού σας παρέδωσαν

τῷ δικημέν τούτ δήμ                  στον αδικημένο αυτό (δημοκρατικό) λαό

οχονται πιόντες;                                                           έφυγαν βιαστικά;

 

 

[42] Οὐ μέντοι γε μς, ὦ νδρες,                      Εγώ, όμως, βέβαια, άνδρες,

ξι γ παραβναι οδέν              δεν έχω την αξίωση να παραβείτε τίποτε

ν μωμόκατε,                                             από αυτά που έχετε ορκιστεί,

λλ πιδεξαι κα τοτο                                  αλλά να δείξετε και αυτό

πρς τος λλοις καλος,                                           κοντά στα άλλα καλά,

τι κα εορκοι                                       ότι δηλ. και τηρείτε τους όρκους σας

κα σιοί στε.                                                       και σέβεστε τους θεούς.

Εἰπν δ τατα κα λλα τοιατα,     Αφού, λοιπόν, είπε αυτά και άλλα τέτοια

καὶ τι οδν δέοι ταράττεσθαι,      και ότι καθόλου δεν έπρεπε να ταράζονται,

λλ χρσθαι τος νόμοις                                αλλά να εφαρμόζουν τους νόμους

τος ρχαίοις,                                               τους αρχαίους (: που ίσχυαν πριν, δηλαδή

                                                                                           τους δημοκρατικούς)

νέστησε τν κκλησίαν.                       Έλυσε τη συνεδρίαση της Εκκλησίας.

       

 [43] Καὶ τότε μν πολιτεύοντο                Και τότε βέβαια ζούσαν ως πολίτες

ρχς καταστησάμενοι •                                  αφού όρισαν άρχοντες•

στέρ δ χρόν                                                αργότερα όμως

κούσαντες τος λευσνι            όταν έμαθαν ότι αυτοί που ήταν στην Ελευσίνα

μισθοσθαι ξένους,                              προσλάμβαναν ξένους μισθοφόρους,

στρατευσάμενοι ἐπ’ αὐτος                   αφού εκστράτευσαν εναντίον τους

πανδημεὶ                                                        με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους,

ες λόγους λθόντας                                     όταν ήλθαν για διαπραγματεύσεις

πέκτειναν                                                         σκότωσαν από τη μια

τος μν στρατηγος ατν,                    τους στρατηγούς αυτών,

εσπέμψαντες τος  φίλους                            αφού έστειλαν  τους φίλους

κα ναγκαίους                                                 και τους συγγενείς τους

τοῖς δ λλοις πεισαν συναλλαγναι.   έπεισαν τους άλλους να συμφιλιωθούν.

Καὶ μόσαντες ρκους                                               Και αφού έδωσαν όρκους

μν μ μνησικακήσειν,                              αληθινά  να μην κρατούν κακία,

τι κα νν μο τε πολιτεύονται            ακόμη και τώρα ζουν μαζί αρμονικά

                                                                                                    ως πολίτες


κα τος ρκοις μμένει δμος.    και ο λαός μένει πιστός στους όρκους του.