ΒΙΒΛΙΟ 2, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2, 1-4
[1] ἐπεὶ δὲ κατεστήσατο (Λύσανδρος) Αφού ο Λύσανδρος ρύθμισε την κατάσταση
τὰ ἐν τῇ Λαμψάκῳ,
στη Λάμψακο,
ἔπλει ἐπὶ τὸ Βυζάντιον καὶ Καλχηδόνα. έπλεε εναντίον του Βυζαντίου και της
Καλχηδόνας.
οἱ δ᾽ αὐτὸν ὑπεδέχοντο, Και αυτοί υποδέχονταν αυτόν,
ὑποσπόνδους ἀφέντες αφού άφησαν ελεύθερους
μετά από επίσημη συμφωνία
τοὺς
τῶν
Ἀθηναίων φρουροὺς. τους φρουρούς
των Αθηναίων
οἱ
δὲ
προδόντες
Ἀλκιβιάδῃ Αυτοί όμως που πρόδωσαν
στον Αλκιβιάδη
τὸ
Βυζάντιον
το Βυζάντιο,
τότε
μὲν
ἔφυγον
εἰς
τὸν
Πόντον, τότε (αρχικά) κατέφυγαν στον
Εύξεινο Πόντο,
ὕστερον δ᾽ εἰς Ἀθήνας αργότερα στην
Αθήνα
καὶ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι. και έγιναν
Αθηναίοι πολίτες. (τους δόθηκε
το
δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη)
[2] Λύσανδρος δὲ τούς τε φρουροὺς Ο
Λύσανδρος και τους φρουρούς
τῶν
Ἀθηναίων καὶ εἴ ἴδοι των Αθηναίων
και αν έβλεπε
τινά
που ἄλλον
Ἀθηναῖον, οπουδήποτε κάποιον άλλο
Αθηναίο πολίτη,
ἀπέπεμπεν εἰς τὰς Ἀθήνας, τον έστελνε στην
Αθήνα,
διδοὺς
ἀσφάλειαν πλέουσιν παρέχοντας ασφάλεια σε κείνους που έπλεαν
ἐκεῖσε μόνον, ἄλλοθι δ᾽ οὔ, για εκεί, και όχι για
κάπου αλλού,
εἰδὼς ὅτι ὅσῳ ἂν πλείους συλλεγῶσιν επειδή γνώριζε ότι όσο περισσότεροι
μαζευτούν
εἰς τὸ ἄστυ καὶ τὸν Πειραιᾶ, στην πόλη (της
Αθήνας) και τον Πειραιά
θᾶττον ἔνδειαν ἔσεσθαι τόσο πιο γρήγορα
θα παρουσιαστεί έλλειψη
τῶν ἐπιτηδείων.
τροφίμων.
καταλιπὼν
δὲ
Σθενέλαον
Λάκωνα Αφού λοιπόν άφησε το Σθενέλαο το Σπαρτιάτη
ἁρμοστὴν Βυζαντίου καὶ Καλχηδόνος, αρμοστή του Βυζαντίου και της Καλχηδόνας
αὐτὸς ἀποπλεύσας εἰς Λάμψακον ο ίδιος αφού κατευθύνθηκε στη
Λάμψακο με το στόλο
τὰς
ναῦς
ἐπεσκεύαζεν.
επισκεύαζε τα καράβια.
[3] ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις
Στην Αθήνα
τῆς
Παράλου
ἀφικομένης νυκτὸς η Πάραλος έφτασε τη νύχτα
ἐλέγετο ἡ συμφορά,
και μαθεύτηκε η συμφορά,
καὶ
οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς και θρήνος από τον
Πειραιά
διὰ
τῶν
μακρῶν
τειχῶν μέσω των
Μακρών Τειχών
εἰς
ἄστυ
διῆκεν,
έφτασε στην πόλη της Αθήνας,
ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων: καθώς ο ένας έλεγε στον
άλλο τις κακές ειδήσεις.
ὥστ᾽ ἐκείνης τῆς νυκτὸς έτσι
εκείνη τη νύχτα
οὐδεὶς ἐκοιμήθη,
κανείς δεν κοιμήθηκε
οὐ
μόνον
τοὺς
ἀπολωλότας πενθοῦντες, επειδή πενθούσαν όχι μόνο αυτούς που
χάθηκαν,
ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ ἑαυτούς, αλλά πολύ περισσότερο ακόμη τους
εαυτούς τους,
πείσεσθαι
νομίζοντες επειδή
νόμιζαν ότι θα πάθουν
οἷα
ἐποίησαν Μηλίους τε ό,τι έκαναν
στους Μηλίους
Λακεδαιμονίων
ἀποίκους ὄντας, που ήταν άποικοι των
Σπαρτιατών,
κρατήσαντες
πολιορκίᾳ, όταν τους
νίκησαν με πολιορκία,
καὶ Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους και στους
κατοίκους της Ιστιαίας και της Σκιώνης
καὶ
Τορωναίους
καὶ
Αἰγινήτας και της Τορώνης και
της Αίγινας
καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων. και σε άλλους πολλούς από τους Έλληνες.
[4] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἐκκλησίαν ἐποίησαν, Την επόμενη μέρα συγκάλεσαν
συνέλευση του λαού,
ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε λιμένας ἀποχῶσαι στην οποία αποφάσισαν να φράξουν τα
λιμάνια
πλὴν
ἑνὸς καὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν
εκτός από ένα και να επιδιορθώσουν τα τείχη
καὶ
φυλακὰς
ἐφιστάναι και να
τοποθετήσουν φρουρές
καὶ
τἆλλα
πάντα
παρασκευάζειν τὴν πόλιν και σε όλα τ’ άλλα να προετοιμάσουν την
πόλη
ὡς εἰς πολιορκίαν.
με το σκεπτικό ότι πρόκειται να πολιορκηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου